- εχυρότης
- ἐχυρότης, ἡ (Α) [εχυρός]στερεότητα, ασφάλεια («ἀπρόσιτα διὰ τὴν ἐχυρότητα», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχυρότητα — ἐχυρότης strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχυρότητι — ἐχυρότης strength fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχυρότητος — ἐχυρότης strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek